ῥαφίδα — ῥαφίς needle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SUTA — apud Statium Theb. l. 3. v. 585. Hi teretes galeas, magnorumque aerea suta Thoracum Et l. 4. v. 131. Ferrea suta tegum Gloss. MS. metallum insutum, ne laedat corpus, quando induitur. Suta nempe, ferro inducta dicit seu laminis, vel squamis, arma… … Hofmann J. Lexicon universale
ιστιορραφίδα — ἡ ειδική βελόνη από χάλυβα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο τών ιστίων, κν. σακκοράφα τών πανιών, αρμενοβελόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ραφίδα (< ράπτω)] … Dictionary of Greek
ραφιδεύω — ΝΜΑ [ῥαφίς, ίδος] ράβω χρησιμοποιώντας ραφίδα, συρράπτω, προσράπτω … Dictionary of Greek
ραφιδογράφος — και ραφιγράφος, ο, Ν μηχάνημα με το οποίο αναπαράγονται ανάγλυφοι οι χαρακτήρες τού αλφαβήτου τών τυφλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραφίδα + γράφος*] … Dictionary of Greek
ραφιδώνω — Ν [ραφίδα] ναυτ. δένω με ραφίδωμα … Dictionary of Greek
ραφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. ραφίδα … Dictionary of Greek
βελόνα — η 1. επίμηκες, λεπτό και μυτερό εργαλείο με τρύπα στο πάνω άκρο του, με το οποίο πλέκουν, ράβουν ή κεντούν, η ραφίδα: Για να ράψεις ένα κουμπί χρειάζεσαι κλωστή και βελόνα. 2. καθετί που μοιάζει με βελόνα, π.χ. καρφί, τα φύλλα των πεύκων κ.ά. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)