ραφίδα

ραφίδα
η / ῥαφίς, -ίδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥαπίς ΜΑ
βελόνα για ράψιμο (α. «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῑν», ΚΔ
β. «ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε», Άρχιππ.)
νεοελλ.
βοτ. βελονοειδής κρύσταλλος που απαντά σε δεσμίδες στα κύτταρα τών φυτών
αρχ.
ονομασία ψαριού με οξύ ρύγχος («ὀξυρύγχους ῥαφίδας», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. γραφ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥαφίδα — ῥαφίς needle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SUTA — apud Statium Theb. l. 3. v. 585. Hi teretes galeas, magnorumque aerea suta Thoracum Et l. 4. v. 131. Ferrea suta tegum Gloss. MS. metallum insutum, ne laedat corpus, quando induitur. Suta nempe, ferro inducta dicit seu laminis, vel squamis, arma… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιστιορραφίδα — ἡ ειδική βελόνη από χάλυβα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο τών ιστίων, κν. σακκοράφα τών πανιών, αρμενοβελόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ραφίδα (< ράπτω)] …   Dictionary of Greek

  • ραφιδεύω — ΝΜΑ [ῥαφίς, ίδος] ράβω χρησιμοποιώντας ραφίδα, συρράπτω, προσράπτω …   Dictionary of Greek

  • ραφιδογράφος — και ραφιγράφος, ο, Ν μηχάνημα με το οποίο αναπαράγονται ανάγλυφοι οι χαρακτήρες τού αλφαβήτου τών τυφλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραφίδα + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ραφιδώνω — Ν [ραφίδα] ναυτ. δένω με ραφίδωμα …   Dictionary of Greek

  • ραφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. ραφίδα …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — η 1. επίμηκες, λεπτό και μυτερό εργαλείο με τρύπα στο πάνω άκρο του, με το οποίο πλέκουν, ράβουν ή κεντούν, η ραφίδα: Για να ράψεις ένα κουμπί χρειάζεσαι κλωστή και βελόνα. 2. καθετί που μοιάζει με βελόνα, π.χ. καρφί, τα φύλλα των πεύκων κ.ά. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”